πάρτι

πάρτι
το
άκλ. συγκέντρωση γνωστών και φίλων για διασκέδαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. party < παλαιότερο αγγλ. partie «μερίδιο, μέρος» < αρχ. γαλλ. partie, θηλ. τής μτχ. τού ρ. partir «μοιράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάρτι — το (άκλ., λ. αγγλ.), γλέντι, δεξίωση, διασκέδαση στο σπίτι: Πολλά παιδιά, τη μέρα των γενεθλίων τους, συνηθίζουν να κάνουν πάρτι στο σπίτι τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκάρντεν πάρτι — το (λ. αγγλ.), γιορτή ή δεξίωση που γίνεται σε κήπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • 2008–09 Cypriot First Division — Cypriot First Division Season 2008–09 Champions APOEL 20th Cypriot championship Relegated Alki AEK Atromitos Champions League APOEL UEFA Eu …   Wikipedia

  • O katergaris — Ο κατεργάρης Directed by Giannis Dalianidis Produced by Finos Film Written by Giannis Dalianidis from the play by Nikos Tsiforos Parti gia neous Youth Party? …   Wikipedia

  • κοκτέιλ — το 1. ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων οινοπνευματωδών ποτών και στο οποίο μπορεί να προστεθούν και κομμάτια νωπών καρπών, φρούτων κ.λπ. 2. φρ. «κοκτέιλ πάρτι» ημιεπίσημη κοινωνική συγκέντρωση, εσπερινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Έντουαρντς, Μπλέικ — (Blake Edwards, Οκλαχόμα 1922 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και ηθοποιού Γουίλιαμ Μακ Έντουαρντς (William McEdwards). Είναι γνωστός κυρίως από τις κινηματογραφικές κωμωδίες του Ροζ Πάνθηρα με… …   Dictionary of Greek

  • Καρέλλη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1901 – 1998). Φιλολογικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και ακαδημαϊκού Χρυσούλας Αργυριάδου. Σπούδασε ξένες γλώσσες και φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”